- δύστηκτα
- δύστηκτοςhard to meltneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρίμαχα πετρώματα — Οι πρώτες ύλες των πυρίμαχων βρίσκονται στα πετρώματα που αποτελούνται από οξείδια ανθεκτικά σε υψηλές θερμοκρασίες· τα πετρώματα αυτά είναι γενικά λίγα και συνίστανται από ένα ή δύο δύστηκτα οξείδια, όπως το οξείδιο του πυριτίου (SiO2), το… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek